Τί σημαίνει ἡ λέξη «Μνημόσυνο»
α)Ἡ λέξη «Μνημόσυνο» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα, μνημονεύω, πού σημαίνει: ἐνθυμοῦμαι, ἀναφέρω τό ὄνομα κάποιου. Τό Μνημόσυνο τελεῖται πάντοτε μέ θεία Λειτουργία καί μέ κόλλυβο, δηλαδή μέ βρασμένο σιτάρι, πού συμβολίζει τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὅπως τό σιτάρι θάπτεται στή γῆ, σαπίζει καί ὕστερα ἀπό λίγο καιρό πάλι φυτρώνει καί γίνεται ὡραιότερο, ἔτσι καί ὁ νεκρός μας. Αὐτός πού θάφτηκε καί διαλύθηκε «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη» θά ἀναστηθεῖ πάλι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ ἄφθαρτο σῶμα, κατά τήν κοινή Ἀνάσταση.
β) Πόσα Μνημόσυνα πρέπει νά γίνονται;
Ὁ Πατριάρχης Μητροφάνης λέγει, ὅτι Μνημόσυνο πρέπει νά γίνεται στίς 3 ἡμέρες, στίς 9, στίς 40, στό ἑξάμηνο καί στόν χρόνο, καί ὁποτεδήποτε ἄλλοτε θέλουν οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι, καλό εἶναι νά τελοῦν Μνημόσυνο.
Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἀναφέρουν ὡς ἀπαραίτητα «τά τρίτα, ἔνατα, τεσσαρακοστά καί ἐνιαύσια Μνημόσυνα». (Βιβλ. Η΄, κεφ. 41-42) Μέχρι καί σήμερα τηρεῖται ἡ ἐντολή αὐτή καί τοῦτο, γιατί κάθε ἕνα ἀπό τά Μνημόσυνα αὐτά ἔχει καί τόν συμβολισμό του:
«Τριήμερα», συμβολίζουν τήν τριήμερη ταφή καί ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ.
«Ἐνιάμερα», συμβολίζουν τά ἐννέα τάγματα τῶν ἀγγέλων.
«Τεσσαρακοστά», τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.
«Ἐτήσια», εἶναι τά ἀναμνηστήρια.
Πολλοί δέν τελοῦν Μνημόσυνο, ἀλλά δίνουν «ἀντί» Μνημοσύνου. ΚΑΚΩΣ! Ἄλλο εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη πού δίδεται καί ἄλλο τό Μνημόσυνο πού τελεῖται.
γ) Ἄραγε ὠφελοῦν τά Μνημόσυνα καί ποιούς;
Τά Μνημόσυνα πρῶτα ὠφελοῦν τούς κοιμηθέντες, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό κοντά μας. Συγχρόνως ὅμως ὠφελοῦν κι ἐμᾶς τούς ζωντανούς. Μέ τά Μνημόσυνα δείχνουμε τήν ἀγάπη μας πρός τούς κεκοιμημένους, ἔπειτα ἀνακουφιζόμαστε κι ἐμεῖς οἱ θλιμένοι, γιατί ὁ θάνατος δημιουργεῖ ἀβάσταχτη θλίψη γιά τό πρόσωπο πού χάσαμε. Ἡ προσευχή ὅμως καί τό Μνημόσυνο εἶναι ἡ μοναδική ἐπικοινωνία μ’ αὐτούς.
Ἄνθρωποι πού πέθαναν ἀμετανόητοι γιά τίς ἁμαρτίες τους, μακρυά ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ, βουτηγμένοι στόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, δέν θά πρέπει νά περιμένουν τή σωτηρία τους ἀπό τά Μνημόσυνα. Ἐπειδή ὅμως ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε ποιοί ἔφυγαν μετανοημένοι καί ποιοί ἀμετανόητοι, κάνουμε Μνημόσυνο γενικά γιά ὅλους τούς βαπτισμένους χριστιανούς.
Ἡ ὠφέλεια πού προέρχεται ἀπό τά Μνημόσυνα δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλάξει ριζικά τήν μετά θάνατον κατάσταση. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως προσφέρει κάποια ἀνακούφιση. Πολλοί ἴσως νομίζουν πώς μέ τά Μνημόσυνα μποροῦν μιά ψυχή πού κρίθηκε γιά τήν κόλαση, νά τή βάλουν στόν Παράδεισο.
Αὐτό εἶναι πλάνη. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού διδάσκουν τήν ὠφέλεια ἀπό τά Μνημόσυνα διευκρινίζουν καί τί εἴδους ὠφέλεια εἶναι αὐτή. Ἡ ὠφέλεια αὐτή εἶναι ἕνα εἶδος ἀνακούφισης καί μικρῆς βοήθειας τῶν ψυχῶν. Εἶναι γιά μᾶς πολύ δύσκολο νά προσδιορίσουμε μέ ἀκρίβεια τήν ὠφέλεια πού δοκιμάζουν οἱ ψυχές. Καί τοῦτο γιατί ἐμεῖς ζοῦμε στόν ἐμπειρικό ὑλικό κόσμο, ἐνῶ οἱ ψυχές κινοῦνται στόν χῶρο τῶν Πνευμάτων.
Ὑπάρχει σχέση ἀνάμεσα στό Μνημόσυνο καί στήν θεία Λειτουργία;
Ἡ ἀρχαία τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας θέλει τό Μνημόσυνο ἀπαραίτητα νά τελεῖται μέ θεία Λειτουργία. Καί τοῦτο, γιατί ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει μορφή ἐξιλαστήριας θυσίας, πού προσφέρεται στόν Θεό ὑπέρ τῶν ζώντων καί τῶν κεκοιμημένων.
Πολλές ἀπό ἀπό τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἀφιερωμένες στούς κεκοιμημένους. Γι’ αὐτό ὅσοι θέλουν νά τελέσουν Μνημόσυνον πρέπει νά συμμετέχουν πρῶτα στή θεία Λειτουργία. Νά δίνουν τό ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου στόν Ἱερέα, γιά νά μνημονευθεῖ στήν ἁγία Πρόθεση, καί ἔπειτα νά τελοῦν καί τήν εἰδική ἀκολουθία τοῦ ἱεροῦ Μνημοσύνου.
Ἡ ὀρθόδοξη πράξη καί ζωή ἐπιβάλλει οἱ συγγενεῖς τοῦ κεκοιμημένου νά ἐξομολογοῦνται καί νά κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατά τό Μνημόσυνο.
ε) Ποιά ἡμέρα πρέπει νά τελεῖται τό Μνημόσυνο;
Σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο χῶρο ἔχει ἐπικρατήσει ἡ κακή συνήθεια τό Μνημόσυνο νά τελεῖται τήν Κυριακή. Βέβαια ὑπάρχει κάποια δικαιολογία γιά τό ὅτι ἡ Κυριακή εἶναι ἡμέρα ἀργίας καί ἐξυπηρετεῖ τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους. Δογματικά καί Τυπικά τό Μνημόσυνο δέν πρέπει νά τελεῖται τήν Κυριακή. Ἡ Κυριακή εἶναι ἡμέρα Ἀναστάσιμη, χαρμόσυνη καί πανηγυρική, ἐνῶ τό Μνημόσυνο εἶναι πένθιμο. Οἱ Χριστιανοί ἔρχονται τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία νά προσευχηθοῦν, νά ἁγιασθοῦν, νά φύγουν ἐνισχυμένοι καί χαρούμενοι. Φυσικό λοιπόν εἶναι νά μήν θέλουν κατά τήν ὥρα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς τους νά ἀκοῦν πένθιμα τροπάρια ἤ δάκρυα νά κυλοῦν ἀπό τά μάτια. Δέν εἶναι καί σωστό νά ἐπιβαρύνουμε τή θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς μέ μιά ἄλλη ἀκολουθία ἄσχετη, μέ ἀποτέλεσμα ἤ νά ἀργοῦμε, πράγμα τό ὁποῖο κάνει νά δυνασχετοῦν ἀρκετοί ἤ νά συντομεύουμε τή θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἀπαράδεκτο, προκειμένου νά εἴμαστε συνεπεῖς στήν ὥρα μας.
Ἄλλωστε εἴπαμε ὅτι τό Μνημόσυνο θά πρέπει νά τελεῖται πάντα μέ τή θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἀφιερωμένη εἰδικά σ’ ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο τελεῖται. Ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή θεία Λειτουργία τοῦ Μνημοσύνου.
Εἶναι πολύ ἐνθαρρυντικό αὐτό πού γίνεται ἀπό μερικούς χριστιανούς, νά τελοῦν τό Μνημόσυνο τό Σάββατο. Αὐτό εἶναι καί τό ὀρθόδοξο. Ἡ πιό κατάλληλη μέρα γιά νά τελεῖται τό Μνημόσυνο εἶναι τό Σάββατο.
Θά πρέπει νά τονίσουμε καί κάτι ἀκόμα πού ἀφορᾶ τούς ζῶντες:
Ὁ κάθε χριστιανός ὀφείλει νά ἐκμεταλλεύεται γιά τή σωτηρία του, τόν χρόνο του, ὅσο εἶναι ζωντανός. Μετά τόν θάνατό μας εἴμαστε ἀφημένοι στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε τά Μνημόσυνά μας ἀσφαλῶς θά μᾶς ἀνακουφίζουν. ΠΟΣΟ καί ΠΩΣ, δέν ἀνήκει σέ μᾶς νά τό ποῦμε, ἀνήκει στή δικαιοσύνη καί στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ…..
TO KOΛΛYBO
Ὅταν τελεῖται Μνημόσυνο ὑποχρεωτικά πρέπει νά ὑπάρχει καί κόλλυβο, ἐνῶ στό Τρισάγιο εἶναι προαιρετικό. Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ κολλύβου ἐπικράτησε ἀπό τά μέσα τοῦ δ΄ αἰώνα. Παλαιότερα στό Μνημόσυνο προσφερόταν ἄρτος, κρασί, ἐλιές, τυρί ἤ ρύζι. Ὅλα αὐτά ἔχουν τή θέση ἐλεημοσύνης καί ὅσοι ἔπαιρναν ἀπ’ αὐτά εὔχονταν τό «μακαρία ἡ μνήμη αὐτοῦ», γι’ αὐτό καί λέγονταν «μακαρίαι» ἤ μακαριά, ὅπως τήν λέει ὁ λαός, καί ἔχουν τήν προέλευσή τους ἀπό τά νεκρικά δεῖπνα, γιά τά ὁποῖα κάνουν λόγο οἱ Ἀποστολικές Διαταγές. Συνέχεια ἀπό τό ἔθιμο ἐκεῖνο εἶναι τά μικρά ψωμάκια καί ὁ καφές, πού προσφέρονται ἀπό τούς συγγενεῖς τοῦ κεκοιμημένου σέ ὅσους παραβρέθηκαν στό Μνημόσυνο.
Τό Κόλλυβο, πού τελικά ἐπικράτησε, εἶναι βρασμένο σιτάρι καί κρύβει ἕναν βαθύ καί διδακτικό συμβολισμό. Συμβολίζει τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Μᾶς θυμίζει ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σπόρος πού θάπτεται στή γῆ, ὅπως τό σιτάρι. Τό σπέρμα δέ αὐτό καί πάλι θά ἀναστηθεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης, μέσα στό κόλλυβο προσθέτουν καί διάφορα ἄλλα σπέρματα. Βασική ὅμως θέση ἔχει πάντοτε τό σιτάρι, διότι καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρομοίασε τό Πανάγιο Σῶμα Του καί τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του μ’ αὐτό, λέγοντας:
«Ἐάν τό μικρό σπυρί τοῦ σιταριοῦ δέν πέσει στή γῆ καί δέν σαπίσει μέσα στό χῶμα, μένει μοναχό του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Ἐάν ὅμως μέ τή σπορά του στή γῆ πεθάνει καί ταφεῖ, βγάζει πολύ καρπό. Ἔτσι κι ἐγώ ἄν πεθάνω, ὅπως καθόρισε ὁ Θεός Πατέρας μου, θά καρποφορήσω τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους». (Ἰω. ιβ΄, 24)
Τόν Δεσποτικό αὐτό λόγο συμπληρώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μιλάει γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων (Α΄ Κορ. ιε΄ 35-49)….